Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδολεσχία
ἀδολεσχικός
ἀδολίευτος
ἄδολος
ἁδονά
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδόξημα
ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἄδος
ἅδος
ἅδος2
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
View word page
ἀδοξοποίητος
not forming notions, unreasoning

ShortDef

not forming notions, unreasoning

Debugging

Headword:
ἀδοξοποίητος
Headword (normalized):
ἀδοξοποίητος
Headword (normalized/stripped):
αδοξοποιητος
IDX:
1253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1254
Key:

Data

{'content': 'not forming notions, unreasoning'}