Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποχωρητέον
ἀποχωρίζω
ἀποχώρισις
ἀποχωριστέον
ἀποχωριστής
ἀπόχωσις
ἀποψαλίζω
ἀποψάλλω
ἀπόψαλμα
ἀποψάω
ἀποψέ
ἀποψεύδομαι
ἀπόψηκτος
ἀπόψηκτρον
ἀπόψημα
ἀπόψηξις
ἀπόψηστρον
ἀποψηφίζομαι
ἀποψήφισις
ἀποψηφιστέον
ἀπόψηφος
View word page
ἀποψέ
late

ShortDef

late

Debugging

Headword:
ἀποψέ
Headword (normalized):
ἀποψέ
Headword (normalized/stripped):
αποψε
IDX:
12522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12523
Key:

Data

{'content': 'late'}