Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἀδολεσχικός
ἀδολίευτος
ἄδολος
ἁδονά
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδόξημα
ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἄδος
ἅδος
ἅδος2
ἄδοτος
View word page
ἀδόξημα
disgrace
ShortDef
disgrace
Debugging
Headword:
ἀδόξημα
Headword (normalized):
ἀδόξημα
Headword (normalized/stripped):
αδοξημα
IDX:
1251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1252
Key:
Data
{'content': 'disgrace'}