Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόχρωσις
ἀποχυλίζω
ἀποχύλισμα
ἀπόχυμα
ἀποχυρόω
ἀπόχυσις
ἀποχυτήριον
ἀπόχυτος
ἀποχωλεύω
ἀποχωλόομαι
ἀποχώννυμι
ἀποχωρέω
ἀποχωρήματα
ἀποχώρησις
ἀποχωρητέον
ἀποχωρίζω
ἀποχώρισις
ἀποχωριστέον
ἀποχωριστής
ἀπόχωσις
ἀποψαλίζω
View word page
ἀποχώννυμι
to bank up

ShortDef

to bank up

Debugging

Headword:
ἀποχώννυμι
Headword (normalized):
ἀποχώννυμι
Headword (normalized/stripped):
αποχωννυμι
IDX:
12508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12509
Key:

Data

{'content': 'to bank up'}