Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρώντως
ἀπόχρωσις
ἀποχυλίζω
ἀποχύλισμα
ἀπόχυμα
ἀποχυρόω
ἀπόχυσις
ἀποχυτήριον
ἀπόχυτος
ἀποχωλεύω
ἀποχωλόομαι
ἀποχώννυμι
ἀποχωρέω
ἀποχωρήματα
ἀποχώρησις
ἀποχωρητέον
ἀποχωρίζω
ἀποχώρισις
ἀποχωριστέον
View word page
ἀπόχυτος
poured out
ShortDef
poured out
Debugging
Headword:
ἀπόχυτος
Headword (normalized):
ἀπόχυτος
Headword (normalized/stripped):
αποχυτος
IDX:
12505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12506
Key:
Data
{'content': 'poured out'}