Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρώντως
ἀπόχρωσις
ἀποχυλίζω
ἀποχύλισμα
ἀπόχυμα
ἀποχυρόω
ἀπόχυσις
ἀποχυτήριον
ἀπόχυτος
ἀποχωλεύω
ἀποχωλόομαι
ἀποχώννυμι
ἀποχωρέω
ἀποχωρήματα
ἀποχώρησις
ἀποχωρητέον
ἀποχωρίζω
View word page
ἀπόχυσις
pouring out
ShortDef
pouring out
Debugging
Headword:
ἀπόχυσις
Headword (normalized):
ἀπόχυσις
Headword (normalized/stripped):
αποχυσις
IDX:
12503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12504
Key:
Data
{'content': 'pouring out'}