Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόχρεμψις
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρώντως
ἀπόχρωσις
ἀποχυλίζω
ἀποχύλισμα
ἀπόχυμα
ἀποχυρόω
ἀπόχυσις
ἀποχυτήριον
ἀπόχυτος
ἀποχωλεύω
ἀποχωλόομαι
ἀποχώννυμι
ἀποχωρέω
ἀποχωρήματα
ἀποχώρησις
View word page
ἀπόχυμα
that which is poured out

ShortDef

that which is poured out

Debugging

Headword:
ἀπόχυμα
Headword (normalized):
ἀπόχυμα
Headword (normalized/stripped):
αποχυμα
IDX:
12501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12502
Key:

Data

{'content': 'that which is poured out'}