Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρώντως
ἀπόχρωσις
ἀποχυλίζω
ἀποχύλισμα
ἀπόχυμα
ἀποχυρόω
ἀπόχυσις
ἀποχυτήριον
ἀπόχυτος
ἀποχωλεύω
ἀποχωλόομαι
ἀποχώννυμι
View word page
ἀπόχρωσις
laying on colour

ShortDef

laying on colour

Debugging

Headword:
ἀπόχρωσις
Headword (normalized):
ἀπόχρωσις
Headword (normalized/stripped):
αποχρωσις
IDX:
12498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12499
Key:

Data

{'content': 'laying on colour'}