Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρώντως
ἀπόχρωσις
ἀποχυλίζω
ἀποχύλισμα
ἀπόχυμα
ἀποχυρόω
ἀπόχυσις
ἀποχυτήριον
ἀπόχυτος
ἀποχωλεύω
ἀποχωλόομαι
View word page
ἀποχρώντως
enough, sufficiently

ShortDef

enough, sufficiently

Debugging

Headword:
ἀποχρώντως
Headword (normalized):
ἀποχρώντως
Headword (normalized/stripped):
αποχρωντως
IDX:
12497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12498
Key:

Data

{'content': 'enough, sufficiently'}