Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποχορτάζω
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρώντως
ἀπόχρωσις
ἀποχυλίζω
ἀποχύλισμα
ἀπόχυμα
ἀποχυρόω
ἀπόχυσις
ἀποχυτήριον
ἀπόχυτος
ἀποχωλεύω
View word page
ἀποχρυσόω
turn into gold

ShortDef

turn into gold

Debugging

Headword:
ἀποχρυσόω
Headword (normalized):
ἀποχρυσόω
Headword (normalized/stripped):
αποχρυσοω
IDX:
12496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12497
Key:

Data

{'content': 'turn into gold'}