Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποχηρόομαι
ἀπόχιμος
ἀποχλωρίας
ἀποχοίρωσις
ἀποχορτάζω
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρώντως
ἀπόχρωσις
ἀποχυλίζω
ἀποχύλισμα
ἀπόχυμα
ἀποχυρόω
View word page
ἀποχρηματίζω
carry to an end, close

ShortDef

carry to an end, close

Debugging

Headword:
ἀποχρηματίζω
Headword (normalized):
ἀποχρηματίζω
Headword (normalized/stripped):
αποχρηματιζω
IDX:
12492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12493
Key:

Data

{'content': 'carry to an end, close'}