Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀπόχιμος
ἀποχλωρίας
ἀποχοίρωσις
ἀποχορτάζω
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρώντως
ἀπόχρωσις
ἀποχυλίζω
ἀποχύλισμα
ἀπόχυμα
View word page
ἀπόχρεμψις
expectoration

ShortDef

expectoration

Debugging

Headword:
ἀπόχρεμψις
Headword (normalized):
ἀπόχρεμψις
Headword (normalized/stripped):
αποχρεμψις
IDX:
12491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12492
Key:

Data

{'content': 'expectoration'}