Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀπόχιμος
ἀποχλωρίας
ἀποχοίρωσις
ἀποχορτάζω
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρώντως
ἀπόχρωσις
ἀποχυλίζω
ἀποχύλισμα
View word page
ἀποχρέμπτομαι
cough up, expectorate

ShortDef

cough up, expectorate

Debugging

Headword:
ἀποχρέμπτομαι
Headword (normalized):
ἀποχρέμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
αποχρεμπτομαι
IDX:
12490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12491
Key:

Data

{'content': 'cough up, expectorate'}