Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποχετεύω
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀπόχιμος
ἀποχλωρίας
ἀποχοίρωσις
ἀποχορτάζω
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρώντως
ἀπόχρωσις
ἀποχυλίζω
View word page
ἀπόχρεμμα
expectoration
ShortDef
expectoration
Debugging
Headword:
ἀπόχρεμμα
Headword (normalized):
ἀπόχρεμμα
Headword (normalized/stripped):
αποχρεμμα
IDX:
12489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12490
Key:
Data
{'content': 'expectoration'}