Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἀδολεσχικός
ἀδολίευτος
ἄδολος
ἁδονά
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδόξημα
ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἄδος
View word page
ἀδόνητος
unshaken

ShortDef

unshaken

Debugging

Headword:
ἀδόνητος
Headword (normalized):
ἀδόνητος
Headword (normalized/stripped):
αδονητος
IDX:
1248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1249
Key:

Data

{'content': 'unshaken'}