Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποχέτευσις
ἀποχετεύω
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀπόχιμος
ἀποχλωρίας
ἀποχοίρωσις
ἀποχορτάζω
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρώντως
ἀπόχρωσις
View word page
ἀποχράω
to suffice, be sufficient, be enough; to be content with
ShortDef
to suffice, be sufficient, be enough; to be content with
Debugging
Headword:
ἀποχράω
Headword (normalized):
ἀποχράω
Headword (normalized/stripped):
αποχραω
IDX:
12488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12489
Key:
Data
{'content': 'to suffice, be sufficient, be enough; to be content with'}