Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποχέτευμα
ἀποχέτευσις
ἀποχετεύω
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀπόχιμος
ἀποχλωρίας
ἀποχοίρωσις
ἀποχορτάζω
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρώντως
View word page
ἀποχραίνω
to soften away the colour, shade off

ShortDef

to soften away the colour, shade off

Debugging

Headword:
ἀποχραίνω
Headword (normalized):
ἀποχραίνω
Headword (normalized/stripped):
αποχραινω
IDX:
12487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12488
Key:

Data

{'content': 'to soften away the colour, shade off'}