Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποχειροτονία
ἀποχέτευμα
ἀποχέτευσις
ἀποχετεύω
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀπόχιμος
ἀποχλωρίας
ἀποχοίρωσις
ἀποχορτάζω
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
View word page
ἀποχορτάζω
feed to the full

ShortDef

feed to the full

Debugging

Headword:
ἀποχορτάζω
Headword (normalized):
ἀποχορτάζω
Headword (normalized/stripped):
αποχορταζω
IDX:
12486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12487
Key:

Data

{'content': 'feed to the full'}