Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονητέον
ἀποχειροτονία
ἀποχέτευμα
ἀποχέτευσις
ἀποχετεύω
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀπόχιμος
ἀποχλωρίας
ἀποχοίρωσις
ἀποχορτάζω
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
View word page
ἀποχλωρίας
one whose complexion has become pale

ShortDef

one whose complexion has become pale

Debugging

Headword:
ἀποχλωρίας
Headword (normalized):
ἀποχλωρίας
Headword (normalized/stripped):
αποχλωριας
IDX:
12484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12485
Key:

Data

{'content': 'one whose complexion has become pale'}