Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποχειρίζω
ἀποχειροβίωτος
ἀπόχειρος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονητέον
ἀποχειροτονία
ἀποχέτευμα
ἀποχέτευσις
ἀποχετεύω
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀπόχιμος
ἀποχλωρίας
ἀποχοίρωσις
ἀποχορτάζω
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
View word page
ἀποχή
abstinence

ShortDef

abstinence

Debugging

Headword:
ἀποχή
Headword (normalized):
ἀποχή
Headword (normalized/stripped):
αποχη
IDX:
12481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12482
Key:

Data

{'content': 'abstinence'}