Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποχειμάζω
ἀποχειρίζω
ἀποχειροβίωτος
ἀπόχειρος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονητέον
ἀποχειροτονία
ἀποχέτευμα
ἀποχέτευσις
ἀποχετεύω
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀπόχιμος
ἀποχλωρίας
ἀποχοίρωσις
ἀποχορτάζω
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
View word page
ἀποχέω
to pour out
ShortDef
to pour out
Debugging
Headword:
ἀποχέω
Headword (normalized):
ἀποχέω
Headword (normalized/stripped):
αποχεω
IDX:
12480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12481
Key:
Data
{'content': 'to pour out'}