Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἀδολεσχικός
ἀδολίευτος
ἄδολος
ἁδονά
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδόξημα
ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
View word page
ἁδονά
pleasure

ShortDef

pleasure

Debugging

Headword:
ἁδονά
Headword (normalized):
ἁδονά
Headword (normalized/stripped):
αδονα
IDX:
1247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1248
Key:

Data

{'content': 'pleasure'}