Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποχαλινόω
ἀποχαλκεύω
ἀποχαλκίζω
ἀποχάραξις
ἀποχαράσσω
ἀποχαρίζομαι
ἀποχάρισμα
ἀποχαριστέω
ἀποχειμάζω
ἀποχειρίζω
ἀποχειροβίωτος
ἀπόχειρος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονητέον
ἀποχειροτονία
ἀποχέτευμα
ἀποχέτευσις
ἀποχετεύω
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
View word page
ἀποχειροβίωτος
living by the work of one's hands
ShortDef
living by the work of one's hands
Debugging
Headword:
ἀποχειροβίωτος
Headword (normalized):
ἀποχειροβίωτος
Headword (normalized/stripped):
αποχειροβιωτος
IDX:
12472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12473
Key:
Data
{'content': "living by the work of one's hands"}