Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποχαλάω
ἀποχαλινόω
ἀποχαλκεύω
ἀποχαλκίζω
ἀποχάραξις
ἀποχαράσσω
ἀποχαρίζομαι
ἀποχάρισμα
ἀποχαριστέω
ἀποχειμάζω
ἀποχειρίζω
ἀποχειροβίωτος
ἀπόχειρος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονητέον
ἀποχειροτονία
ἀποχέτευμα
ἀποχέτευσις
ἀποχετεύω
ἀποχέω
ἀποχή
View word page
ἀποχειρίζω
cut off the hand

ShortDef

cut off the hand

Debugging

Headword:
ἀποχειρίζω
Headword (normalized):
ἀποχειρίζω
Headword (normalized/stripped):
αποχειριζω
IDX:
12471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12472
Key:

Data

{'content': 'cut off the hand'}