Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφώζω
ἀποφώλιος
ἀποφωνέω
ἀποφώρ
ἀποχάζομαι
ἀποχαιρετίζω
ἀποχαλάω
ἀποχαλινόω
ἀποχαλκεύω
ἀποχαλκίζω
ἀποχάραξις
ἀποχαράσσω
ἀποχαρίζομαι
ἀποχάρισμα
ἀποχαριστέω
ἀποχειμάζω
ἀποχειρίζω
ἀποχειροβίωτος
ἀπόχειρος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονητέον
View word page
ἀποχάραξις
incision

ShortDef

incision

Debugging

Headword:
ἀποχάραξις
Headword (normalized):
ἀποχάραξις
Headword (normalized/stripped):
αποχαραξις
IDX:
12465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12466
Key:

Data

{'content': 'incision'}