Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποφυτεία
ἀποφυτεύω
ἀποφύω
ἀποφώζω
ἀποφώλιος
ἀποφωνέω
ἀποφώρ
ἀποχάζομαι
ἀποχαιρετίζω
ἀποχαλάω
ἀποχαλινόω
ἀποχαλκεύω
ἀποχαλκίζω
ἀποχάραξις
ἀποχαράσσω
ἀποχαρίζομαι
ἀποχάρισμα
ἀποχαριστέω
ἀποχειμάζω
ἀποχειρίζω
ἀποχειροβίωτος
View word page
ἀποχαλινόω
to unbridle
ShortDef
to unbridle
Debugging
Headword:
ἀποχαλινόω
Headword (normalized):
ἀποχαλινόω
Headword (normalized/stripped):
αποχαλινοω
IDX:
12462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12463
Key:
Data
{'content': 'to unbridle'}