Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ᾉδοβάτης
ᾁδόθεν
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἀδολεσχικός
ἀδολίευτος
ἄδολος
ἁδονά
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδόξημα
ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορος
View word page
ἀδολίευτος
not concealed

ShortDef

not concealed

Debugging

Headword:
ἀδολίευτος
Headword (normalized):
ἀδολίευτος
Headword (normalized/stripped):
αδολιευτος
IDX:
1245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1246
Key:

Data

{'content': 'not concealed'}