Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄδμωνες
ᾉδοβάτης
ᾁδόθεν
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἀδολεσχικός
ἀδολίευτος
ἄδολος
ἁδονά
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδόξημα
ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
View word page
ἀδολεσχικός
prating
ShortDef
prating
Debugging
Headword:
ἀδολεσχικός
Headword (normalized):
ἀδολεσχικός
Headword (normalized/stripped):
αδολεσχικος
IDX:
1244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1245
Key:
Data
{'content': 'prating'}