Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφράζω
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφράσσω
ἀπόφρικτος
ἀποφρύγω
ἀποφυάς
ἀποφυγή
ἀποφυλάττω
ἀποφύλιος
ἀποφυλλίζω
ἀποφυσάω
ἀποφύσησις
ἀποφυσητέον
ἀπόφυσις
ἀποφυτεία
ἀποφυτεύω
ἀποφύω
ἀποφώζω
ἀποφώλιος
ἀποφωνέω
View word page
ἀποφυλλίζω
strip

ShortDef

strip

Debugging

Headword:
ἀποφυλλίζω
Headword (normalized):
ἀποφυλλίζω
Headword (normalized/stripped):
αποφυλλιζω
IDX:
12447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12448
Key:

Data

{'content': 'strip'}