Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφορέω
ἀποφόρητος
ἀπόφορος
ἀποφορτίζομαι
ἀποφορτισμός
ἀποφράγνυμι
ἀποφράζω
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφράσσω
ἀπόφρικτος
ἀποφρύγω
ἀποφυάς
ἀποφυγή
ἀποφυλάττω
ἀποφύλιος
ἀποφυλλίζω
ἀποφυσάω
ἀποφύσησις
ἀποφυσητέον
ἀπόφυσις
View word page
ἀπόφρικτος
shivering

ShortDef

shivering

Debugging

Headword:
ἀπόφρικτος
Headword (normalized):
ἀπόφρικτος
Headword (normalized/stripped):
αποφρικτος
IDX:
12441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12442
Key:

Data

{'content': 'shivering'}