Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδμολίη
ἄδμωνες
ᾉδοβάτης
ᾁδόθεν
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἀδολεσχικός
ἀδολίευτος
ἄδολος
ἁδονά
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδόξημα
ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
View word page
ἀδολεσχία
garrulity, idle talk

ShortDef

garrulity, idle talk

Debugging

Headword:
ἀδολεσχία
Headword (normalized):
ἀδολεσχία
Headword (normalized/stripped):
αδολεσχια
IDX:
1243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1244
Key:

Data

{'content': 'garrulity, idle talk'}