Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφοβέομαι
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφορέω
ἀποφόρητος
ἀπόφορος
ἀποφορτίζομαι
ἀποφορτισμός
ἀποφράγνυμι
ἀποφράζω
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφράσσω
ἀπόφρικτος
ἀποφρύγω
ἀποφυάς
ἀποφυγή
ἀποφυλάττω
ἀποφύλιος
View word page
ἀποφράγνυμι
to fence off, block up

ShortDef

to fence off, block up

Debugging

Headword:
ἀποφράγνυμι
Headword (normalized):
ἀποφράγνυμι
Headword (normalized/stripped):
αποφραγνυμι
IDX:
12436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12437
Key:

Data

{'content': 'to fence off, block up'}