Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόφλω
ἀποφοβέομαι
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφορέω
ἀποφόρητος
ἀπόφορος
ἀποφορτίζομαι
ἀποφορτισμός
ἀποφράγνυμι
ἀποφράζω
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφράσσω
ἀπόφρικτος
ἀποφρύγω
ἀποφυάς
ἀποφυγή
ἀποφυλάττω
View word page
ἀποφορτισμός
unloading

ShortDef

unloading

Debugging

Headword:
ἀποφορτισμός
Headword (normalized):
ἀποφορτισμός
Headword (normalized/stripped):
αποφορτισμος
IDX:
12435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12436
Key:

Data

{'content': 'unloading'}