Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
ἀποφλύζω
ἀπόφλω
ἀποφοβέομαι
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφορέω
ἀποφόρητος
ἀπόφορος
ἀποφορτίζομαι
ἀποφορτισμός
ἀποφράγνυμι
ἀποφράζω
ἀπόφραξις
ἀποφράς
View word page
ἀπόφονος
unnatural

ShortDef

unnatural

Debugging

Headword:
ἀπόφονος
Headword (normalized):
ἀπόφονος
Headword (normalized/stripped):
αποφονος
IDX:
12429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12430
Key:

Data

{'content': 'unnatural'}