Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
ἀποφλύζω
ἀπόφλω
ἀποφοβέομαι
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφορέω
ἀποφόρητος
ἀπόφορος
ἀποφορτίζομαι
ἀποφορτισμός
ἀποφράγνυμι
ἀποφράζω
ἀπόφραξις
View word page
ἀποφοιτάω
to cease to go to school

ShortDef

to cease to go to school

Debugging

Headword:
ἀποφοιτάω
Headword (normalized):
ἀποφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
αποφοιταω
IDX:
12428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12429
Key:

Data

{'content': 'to cease to go to school'}