Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
ἀποφλύζω
ἀπόφλω
ἀποφοβέομαι
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφορέω
ἀποφόρητος
ἀπόφορος
ἀποφορτίζομαι
ἀποφορτισμός
ἀποφράγνυμι
ἀποφράζω
View word page
ἀποφοιβάζω
utter by inspiration

ShortDef

utter by inspiration

Debugging

Headword:
ἀποφοιβάζω
Headword (normalized):
ἀποφοιβάζω
Headword (normalized/stripped):
αποφοιβαζω
IDX:
12427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12428
Key:

Data

{'content': 'utter by inspiration'}