Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
ἀποφλύζω
ἀπόφλω
ἀποφοβέομαι
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφορέω
ἀποφόρητος
ἀπόφορος
ἀποφορτίζομαι
ἀποφορτισμός
ἀποφράγνυμι
View word page
ἀποφοβέομαι
to be scared away

ShortDef

to be scared away

Debugging

Headword:
ἀποφοβέομαι
Headword (normalized):
ἀποφοβέομαι
Headword (normalized/stripped):
αποφοβεομαι
IDX:
12426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12427
Key:

Data

{'content': 'to be scared away'}