Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
ἀποφλύζω
ἀπόφλω
ἀποφοβέομαι
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφορέω
ἀποφόρητος
ἀπόφορος
ἀποφορτίζομαι
ἀποφορτισμός
View word page
ἀπόφλω
owe
ShortDef
owe
Debugging
Headword:
ἀπόφλω
Headword (normalized):
ἀπόφλω
Headword (normalized/stripped):
αποφλω
IDX:
12425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12426
Key:
Data
{'content': 'owe'}