Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
ἀποφλύζω
ἀπόφλω
ἀποφοβέομαι
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφορέω
ἀποφόρητος
ἀπόφορος
ἀποφορτίζομαι
View word page
ἀποφλύζω
give vent to, sputter out
ShortDef
give vent to, sputter out
Debugging
Headword:
ἀποφλύζω
Headword (normalized):
ἀποφλύζω
Headword (normalized/stripped):
αποφλυζω
IDX:
12424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12425
Key:
Data
{'content': 'give vent to, sputter out'}