Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
ἀποφλύζω
ἀπόφλω
ἀποφοβέομαι
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφορέω
ἀποφόρητος
ἀπόφορος
View word page
ἀποφλοιόω
peel, strip off

ShortDef

peel, strip off

Debugging

Headword:
ἀποφλοιόω
Headword (normalized):
ἀποφλοιόω
Headword (normalized/stripped):
αποφλοιοω
IDX:
12423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12424
Key:

Data

{'content': 'peel, strip off'}