Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
ἀποφλύζω
ἀπόφλω
ἀποφοβέομαι
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφορέω
ἀποφόρητος
View word page
ἀποφλογόομαι
grow fiery

ShortDef

grow fiery

Debugging

Headword:
ἀποφλογόομαι
Headword (normalized):
ἀποφλογόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποφλογοομαι
IDX:
12422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12423
Key:

Data

{'content': 'grow fiery'}