Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
ἀποφλύζω
ἀπόφλω
ἀποφοβέομαι
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφορέω
View word page
ἀποφλογίζω
burn up

ShortDef

burn up

Debugging

Headword:
ἀποφλογίζω
Headword (normalized):
ἀποφλογίζω
Headword (normalized/stripped):
αποφλογιζω
IDX:
12421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12422
Key:

Data

{'content': 'burn up'}