Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
ἀποφλύζω
ἀπόφλω
ἀποφοβέομαι
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιτάω
View word page
ἀποφλεγματισμός
purging of phlegm

ShortDef

purging of phlegm

Debugging

Headword:
ἀποφλεγματισμός
Headword (normalized):
ἀποφλεγματισμός
Headword (normalized/stripped):
αποφλεγματισμος
IDX:
12418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12419
Key:

Data

{'content': 'purging of phlegm'}