Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
ἀποφλύζω
ἀπόφλω
ἀποφοβέομαι
View word page
ἀποφλεγματίζω
purge away phlegm

ShortDef

purge away phlegm

Debugging

Headword:
ἀποφλεγματίζω
Headword (normalized):
ἀποφλεγματίζω
Headword (normalized/stripped):
αποφλεγματιζω
IDX:
12416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12417
Key:

Data

{'content': 'purge away phlegm'}