Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
ἀποφλύζω
ἀπόφλω
View word page
ἀποφλεγμαίνω
cease to burn
ShortDef
cease to burn
Debugging
Headword:
ἀποφλεγμαίνω
Headword (normalized):
ἀποφλεγμαίνω
Headword (normalized/stripped):
αποφλεγμαινω
IDX:
12415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12416
Key:
Data
{'content': 'cease to burn'}