Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
ἀποφλύζω
View word page
ἀποφλαυρίζω
to treat slightingly, make no account of
ShortDef
to treat slightingly, make no account of
Debugging
Headword:
ἀποφλαυρίζω
Headword (normalized):
ἀποφλαυρίζω
Headword (normalized/stripped):
αποφλαυριζω
IDX:
12414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12415
Key:
Data
{'content': 'to treat slightingly, make no account of'}