Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποφθεγκτήριον
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
View word page
ἀποφιμόω
muzzle completely
ShortDef
muzzle completely
Debugging
Headword:
ἀποφιμόω
Headword (normalized):
ἀποφιμόω
Headword (normalized/stripped):
αποφιμοω
IDX:
12413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12414
Key:
Data
{'content': 'muzzle completely'}