Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφθέγγομαι
ἀποφθεγκτήριον
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
View word page
ἀποφθορά
utter destruction

ShortDef

utter destruction

Debugging

Headword:
ἀποφθορά
Headword (normalized):
ἀποφθορά
Headword (normalized/stripped):
αποφθορα
IDX:
12412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12413
Key:

Data

{'content': 'utter destruction'}