Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόφθαρμα
ἀποφθέγγομαι
ἀποφθεγκτήριον
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
View word page
ἀπόφθισις
waning

ShortDef

waning

Debugging

Headword:
ἀπόφθισις
Headword (normalized):
ἀπόφθισις
Headword (normalized/stripped):
αποφθισις
IDX:
12411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12412
Key:

Data

{'content': 'waning'}