Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφθαράξασθαι
ἀπόφθαρμα
ἀποφθέγγομαι
ἀποφθεγκτήριον
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
View word page
ἀποφθίνω
to perish utterly, die away

ShortDef

to perish utterly, die away

Debugging

Headword:
ἀποφθίνω
Headword (normalized):
ἀποφθίνω
Headword (normalized/stripped):
αποφθινω
IDX:
12410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12411
Key:

Data

{'content': 'to perish utterly, die away'}